- κρηπιδώματα
- κρηπίδωμαfoundationneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
φούσκος — ο, Ν 1. ισχυρό ράπισμα, χαστούκι, σκαμπίλι 2. ναυτ. σφαιρικό κατασκεύασμα, το περίβλημα τού οποίου αποτελείται από πλέγμα σχοινιών, ενώ το εσωτερικό του από στυπία και συμπιεσμένα ράκη και το οποίο αναρτάται από το περιτόναιο τού σκάφους… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Κρυστάλλινα όρη — (Monts de Cristal). Ορεινό συγκρότημα (μέγιστο υψόμετρο 914 μ.) της ισημερινής Αφρικής. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Γκαμπόν, ανάμεσα στα σύνορα με την Ισημερινή Γουινέα και τον ποταμό Ογκοουέ. Αποτελεί τμήμα του υπόβαθρου, που προεξέχει, καθώς … Dictionary of Greek
Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… … Dictionary of Greek